Κοινωνική Ζωή
Τώρα ἧλθεν ἡ σειρὰ τοῦ Ἀνδρέα, γιὰ νὰ μιλήση. Αὐτὸς εἶχέ πάει στὴ θάλασσα.
Τὰ παιδιὰ ἐτέντωσαν τ᾽ αὐτιά τους, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν. Τὰ πιὸ πολλὰ δὲν ἤξεραν ἀπὸ θάλασσα οὔτε καὶ ἀπὸ πλοῖα.
- Στὸ μέρος, ποὺ ἐπῆγα, εἶπεν ὁ ᾽Ανδρέας, δὲν ἦταν πλοῖα. Ἤταν μονάχα βάρκες. Ἤταν καὶ ψαρᾶδες, ποὺ ἐψάρευαν. Καὶ μιὰ ἡμέρα ἔπιασαν ἕνα ψάρι μεγάλο σὰν τὸ μισὸ θρανίο.
- Πῶς τὸ ἔπιασαν τόσο μεγάλο; ἐρώτησεν ὁ Δημητράκης.
- Νά! οἱ ψαρᾶδες ἔρριξαν τὰ δίχτυα. Τὸ ψάρι ἐπιάσθηκε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ φύγῃ. Ὕστερα οἱ ψαρᾶδες ἐτράβηξαν τὰ δίχτυα στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ τὸ ἔβγαλαν. Μαζί τους ἦταν καὶ ἕνας παλιὸς ψαρᾶς, ὁ Φαγκρῆς. Αὐτὸς διατάζει, ποῦ νὰ ρίχνουν τὰ δίχτυα καὶ πότε νὰ τὰ τραβοῦν. Αὐτὸς παίρνει καὶ τὰ χρήματα, ὅταν πωλοῦν τὰ ψάρια. Ὁ Φαγκρῆς εἶναι ὁ ἀρχηγός τους.
- Ἦταν πολὺ μεγάλη, Ἀνδρέα, ἡ θάλασσα; ἐρώτησεν ὁ ᾽Αλέκος.
- Οὔ! Δὲν μποροῦσα μὲ τὰ μάτια μου νὰ τὴν ἰδῶ ὅλη. Ἐκοίταζα - ἐκοίταζα καὶ δὲν ἔβλεπα ἄκρη.
- Βαθειὰ ἦταν;
- Στὴν ἄκρη ὄχι. Μπαίναμε μὲ ἄλλα παιδιὰ καὶ δὲν μᾶς σκέπαζε, ῎Οσο ὅμως προχωρούσαμε, τόσο καὶ ἐβάθυνε. Μιὰ ἡμέρα ἐρώτησα τὸν Φαγκρῆ. Πόσο βαθιὰ εἶναι τὰ νερά, καπετάνιε, ἐκεῖ ποὺ ψαρεύετε; ῏Εγέλασε καὶ μοῦ εἶπε:
- Καὶ πενήντα καμπαναριά, ἂν βάλης τὸ ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο, πάλι θὰ τὰ σκεπάση.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
- Ἐγὼ ἐπῆγα στὰ χωράφια τοῦ γαμβροῦ μου, εἶπεν ὁ Πάρις. Αὐτὰ εἶναι πολὺ μακριά. Εἶναι πέρα στὴν ἐξοχή. Ἐκεῖ μόνο χωράφια εἶναι.
- Καὶ τί εἶδες ἐκεῖ, ποὺ ἐπῆγες, Πάρι; ἐρώτησαν τὰ παιδιά.
-Εἶδα θεριστὰς νὰ θερίζουν σιτάρι καὶ νὰ δένουν δεμάτια, Εἶδα καὶ μεγάλες θημωνιές. Καὶ ξέρετε πόσο μεγάλες; Σὰν σπίτια.
- Πωπώ! ἐφώναξαν τὰ παιδιά! Μὰ εἶναι τόσο μεγάλες θημωνιές;
- Δίκιο ἔχει, παιδιά, ὁ Πάρις. ‘Υπάρχουν καὶ θημωνιὲς μεγάλες σὰν σπίτια, ἐβεβαίωσεν ὁ δάσκαλος.
- Μιὰ ἧμέρα εἶδα καὶ νὰ ἁλωνίζουν, συνέχισε ὁ Πάρις. Ἦταν πολὺ ζεστη ἡ ημέρα ἐκείνη. Ὁ ἱδρῶτας μᾶς ἔλουζε. Οἱ ἐργάτες ὑπέφεραν πολύ.
- Δὲν βαστάω ἄλλο ἀπὸ τὴ ζέστη, εἶπα στὸ γαμβρό μου. Κι ἐπῆγα κι ἐκάθισα κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο πλατάνι.
- Καλά, ποὺ εὑρέθηκε, Πάρι, τὸ εὐλογημένο δένδρο. Ἄν δὲν ἦταν, τί θὰ ἔκανες;
- Κι ἐγὼ δὲν ξέρω, κύριε, τί θὰ ἔκανα. Τόση μεγάλη ζέστη δὲν εἶχα δοκιμάσει ποτέ. - Σκεφθῆτε παιδιά ἐσυνέχισεν ὁ δάσκαλος, τί δοκιμάζουν οἱ γεωργοὶ ἀπὸ τὴ ζέστη. Καὶ σκεφθῆτε καὶ τὰ παιδάκια τους. Πόσο τὰ καημένα θὰ ὑποφέρουν, ὅταν ἐργάζωνται μαζί τους! Ἄς εὐχαριστοῦμε τοὺς καλοὺς γεωργούς, ποὺ τόσο κοπιάζουν, γιὰ νὰ μᾶς δώσουν τὸ ψωμί μας.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
- Ἐγώ, κύριε, εἶπεν ὁ Νῖκος, ἐπῆγα στὴν ἐξοχὴ μὲ τὴν θεία μου. Εἶναι πολὺ ὡραῖα ἐκεῖ. Εἶναι κρύα νερά, δένδρα μὲ παχὺ ἴσκιο. Εἶναι καὶ πολλὰ περιβόλια. Ἔχουν μπάμιες, μελιτζάνες, ντομάτες. Ἐκεῖ εἶδα μιὰ ἡμέρα καὶ τὸν Πάρι.
- Ναί, ἤμουν κι ἐγώ, ἐβεβαίωσεν ὁ Πάρις. Καὶ εἶδα τὸν Νῖκο καβάλλα σ’ ἕνα γαῖδουράκι. Ἐφοβόταν νὰ μὴν πέσῃ.
Ὁ Νῖκος διαμαρτυρήθηκε. Ἐπειράχθηκε μ’ αὐτό, ποὺ εἲπεν ὁ Πάρις.
- Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό, εἶπε. Τὴν πρώτη φορά, ποὺ ἐκαβάλλησα, τότε μονάχα εἶχα φοβηθῆ. Τότε εἶχα πιασθῆ ἀπὸ τὸ σαμάρι. Ὕστερα ὅμως ἐσυνήθισα. Τώρα δὲν φοβοῦμαι πιά, ὅταν καβαλλάω.
Κι ἐνῷ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Νῖκος, ἄνοιξε τὰ χέρια του. Μ’ αὐτὸ ἤθελε νὰ δείξῃ, πὼς δὲν φοβᾶται πιά. Οὔτε ἔχει ἀνάγκη νὰ πιασθῇ ἀπὸ τὸ σαμάρι.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
- Πωπώ! ὁ Μανωλάκης πόσο ἐμαύρισεν ἀπὸ τὸν ἥλιο! λέγει γελῶντας ὁ δάσκαλος. Καλέ, ἐσὺ ἔγινες σὰν ἀραπάκι! Ποῦ ἐπέρασες, Μανωλάκη, τὶς διακοπές; Πῶς ἐμαύρισες τόσο;
- Ἐπήγαμε κύριε, μὲ τὴν ἀδελφή μου στον παππού μας. Ἐπήγαμε στὸ χωριό. Τὸν ἐβοηθήσαμε στὶς δουλειές.
- Καὶ ποιά βοήθεια, Μανωλάκη, ἔκανες ἐσὺ στὁν παππού σου;
- Ἐψώνιζα, κύριε, στὸν μπακάλη. Ἔφερνα νερὸ μὲ τὸ κανάτι ἀπὸ τὴ βρύση. Ἐβοσκοῦσα καὶ τὸ ἀρνάκι.
-Ἐβοσκοῦσες, ἀρνάκι! Ὥστε ἔγινες λοιπὁν καὶ τσοπάνης; Καὶ τί τὸ ἔκαμες τὸ γάλα, τὸ τυρὶ καὶ τὸ βούτυρο; Τὰ ἐφύλαξες ἢ τὰ ἐπώλησες; εἶπεν ἀστειευόμενος ὁ δάσκαλος.
Ὁ Μανωλάκης ἐγέλασε. Μαζί του ἐγέλασαν καὶ τὰ ἄλλα τὰ παιδιά.
- Κύριε, ἦταν μικρὁ τὸ αρνάκι καὶ δὲν τὁ ἀρμέγαμε.
Αὐτὸ ὁλοένα ἐβέλαζε μπέ! μπέ!
- Γιατί ἐβέλαζε, Μανωλάκη; - Ἤθελε, κύριε, τὴν μαννούλα του.
- Ναί, παιδί μου. Τὰ μικρὰ ἀρνάκια εἶναι σὰν τὰ μικρὰ παιδάκια. Βελάζουν, γιατὶ θέλουν νὰ εἶναι κοντὰ στὴν μητερούλα τους.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
Τὸ δάσος αὐτὸ τὸ ἔλεγαν τῆς Παναγίτσας, ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κτισμένο. Ὁ δάσκαλος καὶ τὰ παιδιὰ ἐπῆγαν πρῶτα στὸ ἐκκλησάκι νὰ προσκυνήσουν. Ἔκαμαν τὸ σταυρό τους καὶ ἀσπάστηκαν τὴν εἰκόνα τῆς, Παναγίας.
- Τὸ ἱερό μας ἐκκλησάκι εἶναι ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ ὁλομόναχο, εἶπεν ὁ δάσκαλος. Τὸ συντροφεύουν τὰ πουλιὰ καὶ τὰ δένδρα. Τοὺς τοίχους του γῦρο - γῦρο τοὺς ἔχει ἀγκαλιασμένους τὸ αἰγόκλημα καὶ ὁ κισσός.
- Καὶ ὅμως τὰ κανδήλια του εἶναι πάντοτε ἀναμμένα. Ποιός νὰ τὰ ἄναψε, κύριε, ἐδῶ στὴν ἐρημιά; εἶπε κάποιο παιδί.
- Τὸ ἐκκλησάκι αὐτὸ τὸ συντηροῦν οἱ τσοπάνηδες, ποὺ ἔχουν ᾽λίγο πιὸ ἐπάνω τὶς καλύβες τους. Ἐδῶ κάπου - κάπου ἐκκλησιάζονται, βαπτίζουν τὰ παιδάκια τους καὶ μεταλαβαίνουν. Εὑρέθηκα ἐδῶ σὲ μιὰ βάπτισι. Τὴν ἔκαμε κάποιος παπᾶς, ποὺ τὸν
ἐκάλεσαν ἀπ’ τὸ χωριό. Οἱ τσοπάνηδες ἀνάβουν καὶ τὰ κανδήλια.
Ὕστερα εἶδαν τὸ δάσος.
Σὰν ἀδελφάκια ἧταν τὰ δένδρα του μαζὶ - μαζί. Χιλιάδες δένδρα, ἀλογάριαστα. Πεῦκα, ὀξυές, πλατάνια. ῾Η Ρηνούλα ἐκοίταζε πιὸ
πολὺ τὶς ὀξυές.
- Μοῦ ἀρέσουν οἱ ὀξυές, ἔλεγε.
- Ἐμένα μοῦ ἀρέσουν τὰ πεῦκα, ἔλεγε ὁ Παντελῆς. Εἶναι φουντωτὰ σὰν ὀμπρέλλες.
Ἅλλα παιδιὰ ἐκοίταζαν τὰ πουλιά, ποὺ ἐκελαδοῦσαν καὶ ἐτρύπωναν στὰ φύλλα.
- Τὸ δάσος αὐτό, παιδιά μου, εἶναι γιὰ τὸ χωριό μας θησαυρός. Ἄν δὲν ἦταν, δὲν θὰ εἴχαμε τόσα νερά. Οὔτε τὴ δροσιά, ποὺ ἔχει
τώρα τὸ χωριό μας.
Ὕστερα ὁ δάσκαλος ἐμίλησε γιὰ τοὺς ξυλοκόπους καὶ τοὺς καρβουνιάρηδες.
Ἅμα ἐτελείωσε, ἔβαλε τὰ παιδιὰ καὶ ἐτραγούδησαν καὶ εἶπαν ποιήματα. Καθένα ἔλεγε ὅποιο ποίημα ἐθυμόταν. Ἡ Θάλεια εἶπε
γιὰ τὸ ἐκκλησάκι. Ἡ Ἰσμήνη τὸ τραγούδι τοῦ βουνοῦ.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963