Θρησκευτική Ζωή
Ἡ Φάτνη τῆς Βηθλεὲμ φεγγοβολεῖ στὴν παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα.
Τὸ μαγικὸ ἄστρο, ποὺ καθωδήγησε τοὺς Μάγους, λάμπει σταματημένο ἐκεῖ ἀπὸ πάνω της. Στὶς ἀκτῖνές του, ποὺ ἀπὸ τὰ οὐράνια φθάνουν ὣς τὴ γῆ σὰν τόσες φωτεινὲς σκάλες, ἀνεβοκατεβαίνουν Ἄγγελοι.
Μέσα οἱ τρεῖς Μάγοι γονατιστοὶ προσφέρουν τὰ δῶρά τους σ’ ἕνα νεογέννητο παιδί, ποὺ τὸ κρατεῖ ἡ μητέρα του στὴν ἀγκαλιά της, ἐνῷ οἱ βοσκοὶ τῶν ἀλόγων ἀπὸ πέρα ἑνώνουν τὰ τραγούδια τους μὲ τοὺς ὕμνους τῶν Ἀγγέλων.
Ἑνα βρέφος. Ἀλλὰ τί εἶναι τὸ βρέφος αὐτό, ποὺ γίνονται τόσα θαύματα καὶ στὸ κεφαλάκι του ἀστράπτει ἓνας φωτοστέφανος;
Εἶναι ὁ Θεός, ποὺ εἶχε πάρει τὴ μορφὴ ἑνὸς βρέφους. Εἶναι ὁ Χριστούλης, ποὺ σὲ λίγο θὰ γίνῃ Χριστὸς καί, ἀφοῦ πεθάνῃ μαρτυρικὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, θ’ ἀναστηθῇ, θ’ ἀναληφθῇ, θ’ ἀνέβη πάλι στὸν οὐρανό, ἀπ’ ὅπου κατέβηκε, γιὰ νὰ μείνῃ στὴ γῆ τριαντατρία μόνο χρόνια, καί θὰ καθίσῃ γιὰ πάντα στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα του.
Τὸ βράδυ πρὶν πέση στὸ κρεβατάκι της ἡ Κατινίτσα, κάνει αὐτὴ τὴν προσευχή :
- Δὲν ντρέπεσαι, ποὺ σὲ βλέπει ἡ Παναγίτσα; τῆς λέει ἡ γιαγιά της. - ῾Η Παναγίτσα δὲ βλέπει ἀπὸ δῶ, ἀποκρίνεται ἡ Κατινίτσα. Ξέρω ἐγὼ κατὰ ποῦ εἶναι γυρισμένα τὰ μάτια της.
Ἡ γιαγιὰ τῆς Κατινίτσας ὑποφέρει πολύ, γιὰ νὰ τὴν καταφέρη νὰ κάμη τὴν προσευχή της. Καμιὰ φορὰ ἡ γιαγιὰ βαριέται τὸ πεῖσμα τῆς Κατινίτσας καὶ τὴν ἀφήνει νὰ κοιμηθῆ χωρὶς προσευχή.
«Παναγίτσα μου, φύλαγε τὸν μπαμπά μου, τὴ μαμά μου....
Πηγή: Άναγνωστικό γιὰ τὴ δευτέρα τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1948
Ὁ Κωστάκης πρωῖ - πρωῖ ἐξύπνησε καὶ ἄκουσε τὸν πατέρα του, ποὺ ἔψαλλε:
«Μεγαλομάρτυς Δημήτριεεε...»
Ἆ, ναί! Ἀμέσως ἐθυμήθηκε. ῾Ο πατέρας του ἔχει σήμερα τὴν ἑορτή του. Ἡ μητέρα του θὰ φορέσῃ τὸ καινούργιο της φόρεμα καὶ θὰ στέκεται στὴ σάλα νὰ δέχεται τὶς ἐπισκέψεις. Ἡ σάλα θὰ εἶναι ὡραῖα στολισμένη μὲ ἁγιοδημητριάτικα καὶ τριαντάφυλλα καὶ στὸ ἑρμάρι θὰ εἶναι σωρὸ γλυκά, κουραμπιέδες, σοκολάτες...
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐμπῆκε ἡ μητέρα.
— Κωστάκη, ἐξύπνησες; εἶπε. — Ναί, μητέρα, θὰ σηκωθῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Κωστάκης.
— Φόρεσε γρήγορα τὰ καινούργια ροῦχά σου, τὶς κάλτσες σου καὶ τὰ παπούτσια σου. Ὁ πατέρας, ἡ γιαγιά, ὁ θεῖος καὶ ἡ Ἑλενίτσα θὰ πᾶτε στὴν ἐκκλησία.
Ὁ Κωστάκης ἐφόρεσε τὶς ἄσπρες του κάλτσες καὶ τὰ μαῦρα παπουτσάκια του, τὰ λουστρίνια. Ὕστερα ἐπῆγε μπροστὰ στὸν καθρέπτη, ἐκοιτάχθηκε καὶ εἶπε:
— Τώρα ὁ πατέρας θὰ εἰπῇ, πὼς εἶμαι ἕνα καλὸ παιδὶ καὶ καθαρό. Ἐμπῆκε στὴν τραπεζαρία. Ὁ πατέρας του φρέσκος, μὲ τὸ ἄσπρο του κολλαριστὸ ὑποκάμισο καὶ τὰ καινούργια του μαῦρα ροῦχα, ἔλεγε στὴν Ἑλενίτσα, ποὺ εἶχε ἔλθει λίγο πρίν, ντυμένη τὸ καλό της φόρεμα:
— Στὴν ἐκκλησία τὰ καλὰ παιδιὰ στέκουν φρόνιμα καὶ προσέχουν τί λέγει ὁ παπᾶς καὶ τί ψάλλει ὁ ψάλτης.
Καθὼς εἶδε τὸν Κωστάκη, εἶπε:
— Ἆ, Κωστάκη, θὰ εἶσαι φρόνιμος στὴν ἐκκλησία.
— Ναί, πατέρα, θὰ εἶμαι φρόνιμος, ἀποκρίθηκε ὁ Κωστάκης,
—Ἐμπρὸς λοιπόν, πᾶμε!
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ Δημοτικοῦ σχολείου 1955
Μὲ τὴ γλυκιὰν αὐγούλα
χαρούμενο ξυπνῶ
καὶ στέλνω προσευχούλα
θερμὴ στὸν οὐρανό.
Ἀξίωσέ με, Θέ μου,
νάμαι καλὸ παιδὶ
καὶ πάντα χάριζέ μου
χαρὰ καὶ προκοπή.
Θέ μου, σὰν τὰ πουλάκια
χαρούμενα νὰ ζῶ
καὶ τ’ ἄλλα τὰ παιδάκια
πολὺ νὰ τ’ ἀγαπῶ.
Καὶ στέλνε μου ἀπὸ πάνω
τὴ χάρη σου κι εὐχὴ
νὰ σ’ ἔχω σ’ ὅ,τι κάνω
προστάτη καὶ σκεπή.
Πηγή: Άναγνωστικό γιὰ τὴ δευτέρα τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1948