Ὅλο τὸ χειμῶνα ὁ Πίνδος μένει βουβός, ἥσυχος δὲν ἀκούγεται καθόλου. Νομίζει κανείς, πὼς κοιμᾶται κάτω ἀπ’ τὸ παχὺ κάτασπρο πάπλωμα τῶν χιονιῶν, βυθισμένος σ’ ἕναν ὕπνο ὁλοκλήρων μηνῶν.

Οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν, ποὺ οἱ μισοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι τσοπάνηδες, κατεβαίνουν τότε μαζὶ μὲ τὶς  οἰκογένειές τους στὰ χειμαδιά. Ἀπ’ ὅσουςμένουν ἐκεῖ, οἱ ἄνδρες, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καμμιὰ δουλεια πάνω  τὶς ἄγονες κορυφὲς του, ξενιτεύονται σὲ χῶρες μακρινὲς, γιὰ νὰ ἐξοικονομήσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς.

Μένουν λοιπὸν ἐκεῖ μερικοὶ γέροντες, ἀπόστρατοι τῆς βιοτικῆςπάλης, ποὺ ταράσσουν μὲ τὶς πολύλογες  συζητήσεις των τὴ μονοτονη ἐρημιὰ τῶν μεσοχωριῶν καὶ τὴ σιγαλιὰ τῶν χαγιατὶῶν τῆς κάθε ἐκκλησιᾶς, καθὼς καὶ ἀρκετὲς γυναῖκες καὶ κοπέλλες.

Εἶναι τώρα λίγες μέρες, ποὺ στὸ σχολεῖο μιλοῦν γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή, ποὺ πλησιάζει.

Χριστούγεννα!

Τὰ παιδιὰ μαθαίνουν πολλὰ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.

Ἄκουσαν γιὰ τὸ ὁλόλαμπρο ἀστέρι, ποὺ χρύσωσε μὲ τὸ φῶς του ὅλη τὴ φύση, γύρω στὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.

Ἄκουσαν γιὰ τὶς γλυκὲς ψαλμωδίες τῶν ἀγγέλων. Ἔμαθαν γιὰ τοὺς καλοὺς βοσκούς, ποὺ εἶχαν τὴν τύχη, πρῶτοι - πρῶτοι ἐκεῖνοι ἀπ’ ὅλους τοὺς  ἀνθρώπους, νὰ ἰδοῦν τὸ ΧΡΙΣΤΟ!

Ἄρεσε πολὺ στὰ παιδιά, ἅμα ἄκουσαν μὲ πόσο σεβασμὸ ἔτρεξαν οἱ καλοὶ βοσκοί, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ Χριστούλη μέσα στὴ φτωχικὴ καὶ  μουχλιασμένη σπηλιά.

᾽Εδιάβασαν μαζὶ μὲ τὸ δάσκαλό τους σχετικὲς ἱστορίες ἀπὸ διάφορα βιβλία.

Ἔμαθαν ἀκόμη, πὼς οἱ άχτῖνες, ἀπὸ τὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἔφτασαν πολὺ μακρυὰ καὶ φώτισαν τοὺς τρεῖς μάγους.

magoi

Ὁ δάσκαλος παρουσίασε στὰ παιδιὰ ὡραῖες ζωγραφιές, ποὺ ἔδειχναν τοὺς τρεῖς μάγους μὲ τὰ μακρυὰ ἄσπρα μαλλιά.

Σ’ ἕνα βιβλίο ἐδιάβασαν, πὼς οἱ μάγοι:

Ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ κάστρα τους μακρυὰ καὶ πῆγαν νὰ βροῦν τὸ Μεγάλο Βασιλιά. Πέρασαν κάμπους, πέρασαν κι’ ἀπὸ γκρεμούς.

Διαβῆκαν ἐμπρὸς ἀπὸ φίλους κι ἀπ’ ἐχθρούς.

Κι ὑπόφεραν πολύ. Κουράστηκαν σκληρά.

Μὰ τ’ ἄστρο φώτιζε τὸ δρόμο τους μπροστά.

῏Ηρθαν τέλος στὸ σπήλαιο τὸ μακρυνό.

Κι ηὖραν, σὰ βρέφος ἐκεῖ μέσα τὸ Χριστό!...

Πέσανε καὶ τὸν προσκυνήσανε πιστά· κι ὅλοι δῶρα τοῦ πρόσφεραν βασιλικά. Σμύρνα τοῦ πρόσφεραν, Λιβάνι καὶ Χρυσό. Στὸν ᾽Ηρώδη, κρύψαν,  πὼς ηὗραν τὸ Χριστό.

Πηγή : Αναγωνστικό Β' Δημοτικού 1949

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.

- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:

- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.

Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.

Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.

Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.

Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.

Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά,  χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.

voskos xristos

Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.

Μὲ πόση λαχτάρα τὴν περιμένομεν ὅλοι αὐτὴ τὴν ἑορτή: Καὶ πιὸ πολὺ τὰ παιδάκια, ποὺ ἔχουν νὰ φορέσουν καὶ τὰ λαμπριάτικα. Γιὰ τὴ  Μαρῖνα ἡ μητέρα ἔρραψεν ἕνα φορεματάκι ὁλόασπρο. Γιὰ τὸν Ἀνέστη μιὰ μπλουζίτσα μὲ παντελονάκι γαλάζιο. Ἐορτάζει κιόλας ὁ Ἀνέστης  τὴν ἡμέρα αὑτή.

- Στὴν Ἀνάστασι θὰ τὰ φορέσετε, παιδιά μου. Τότε, ποὺ θὰ πᾶμε ὅλοι στὴν ἐκκλησία, εἶπεν ἡ μητέρα.

Μὰ νά καὶ ἡ Ἀνάστασις, ἦλθε. Ντάν! ντάν! ντάν! κτυποῦν χαρούμενες τὰ μεσάνυκτα οἱ καμπάνες.

- Ἐλᾶτε νὰ ἑορτάσωμε τὴν μεγάλη ἑορτή. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μας, λέγουν οἱ καμπάνες.

Τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ  ἀνασκουμπώνεται κοὶ ἀρχίζει νὰ βάφη ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά.

῎Επειτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδιὰ τῆς πολίχνης μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρόν, στεφανωμένον μὲ ρόδα, δενδρολίβανον καὶ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα.

῎Εψαλλον δὲ τὸ ἆσμα:

Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὸ ποὺ φαίνεται ἀπὸ πέρα,
ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τῶν πάντων Βασιλέα.
Σύρε, μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
κι ἐμένα νὰ μὲ καρτερῆς το Σαββατο τὸ βράδυ,
Ὅταν σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψάλλουν οι παπάδες,
τότε καὶ σύ, μανμύλα μου, νά ᾽χης Χαρὲς μεγάλες.