Κοινωνική Ζωή
Ἦταν πρωὶ κι ὁ Νίκος, ἀφοῦ ἑτοιμάστηκε, κάθισε στὸ τραπέζι κοντὰ στὸν πατέρα καὶ στὴ μητέρα του, γιὰ νὰ πάρουν τὸ πρωινό τους.
Ἔξαφνα ὁ Νίκος λέει στὸν πατέρα του:
-Πατέρα, ὁ κύριος Γαρύφαλος ἔχει τρεῖς ἀνθρώπους στὸ σπίτι καὶ πέντε στὸ κτῆμα κι ὃλοι αὐτοὶ ἐργάζονται γι᾽ αὐτόν. ᾽Εμεῖς δὲν ἔχομε κανένα.
Πῶς δεν ἔχομε, εἶπε ὁ πατέρας του. Ἔχομε μάλιστα πολὺ περισσότερους ἀπὸ τρεῖς κι ἀπὸ πέντε, ποὺ ἐργάζονται γιὰ μᾶς καὶ μᾶς βοηθοῦν. Σκέφτηκες πόσοι ἄνθρωποι ἐργάστηκαν, γιὰ νὰ πάρωμε σήμερα τὸ πρωινό μας; Τὸ λιγώτερο ἑκατό.
-῾Εκατό; εἶπε ὁ Νίκος. Τὸ ἑτοίμασε μόνη καὶ μοναχὴ ἡ Μαρία. Κανεὶς ἄλλος δὲν τὴ βοήθησε.
-Ἄς δοῦμε, ἀπάντησε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα σου ἔχει τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἕνα φλιτζάνι τσάι κι ἐγὼ ἕνα φλιτζάνι καφέ. Ξέρεις πὼς ἦρθε τὸ τσάι ἐδῶ;
-Τὸ ἀγόρασες, εἶπε ὁ Νίκος.
-Μάλιστα, τὸ ἀγόρασα στοῦ κ. Μανωλοπούλου, ἀλλὰ ποῦ τὸ βρῆκε αὐτός; βέβαια δὲν τὸ μάζεψε στὸ χωράφι του!
-Τὸ ξέρω, εἶπε ὁ Νίκος. Τὸ τσάι δὲ φυτρώνει στὸν τόπο μας, ἔρχεται ἀπὸ τὴν Κίνα.
-Λοιπὸν σὲ ρωτῶ πόσα πρόσωπα ἐργάστηκαν, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ φλιτζάνι τοῦ τσαϊοῦ, ποὺ πίνει αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἡ μητέρα σου;
-Δύο, ἀποκρίθηκε ὁ Νίκος. ᾽Εσύ, ποὺ τὸ ἀγόρασες κι ὴ Μαρία ποὺ τὸ ἑτοίμασε.
-Κι ἐκεῖνος, ποὺ φύτεψε τὸ φυτὸ στὴν Κίνα; κι ἐκεῖνος, ποὺ μάζεψε τὰ φύλλα καὶ τὰ ἔβαλε νὰ ξεραθοῦν; κι ἐκεῖνος ποὺ ἔκαμε τὴ συσκευασία καὶ κουβάλησε τὸ κιβώτιο στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ τὸ φέρη στὸν τόπο μας; Ἔπειτα καὶ τὸ πλοῖο, πόσους ἀνθρώπους χρειάστηκε, γιὰ νὰ γίνη; Καὶ μποροῦσε νάρθη στὸν τόπο μας χωρὶς ναῦτες, χωρὶς πλοίαρχο; Ἔτσι κι αὐτοὺς πρέπει νὰ τοὺς θεωρήσωμε σὰ βοηθούς μας.
Ἔπειτα ἄλλοι ἄνθρωποι πῆραν τὰ κιβώτια ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ τὰ κουβάλησαν σὲ κάποια ἀποθήκη. Τότε ὁ κ. Μανωλόπουλος, ὁ παντοπώλης, ἀγόρασε ἓνα δυὸ κιβώτια καὶ τὰ ἔστειλε στὸ κατάστημά του. Ἔτσι ἐγὼ ἀγόρασα ἀπ’ αὐτὸν ἓνα κουτάκι κι ἡ Μαρία ζέστανε τὸ νερὸ κι ἑτοίμασε τὸ τσάι.
Ἀλλὰ κι ἡ Μαρία δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ προσφέρη στὴ μητέρα σου, ἂν δὲν εἴχαμε φωτιὰ καὶ τσαγιέρα καὶ φλιτζάνια καὶ πιατάκια. Καὶ γιὰ νὰ τὰ ἀποχτήσωμε, πρέπει νὰ ἔχουν ἐργαστῆ πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι.
-Καὶ τὰ κουταλάκια κι ἡ ζάχαρη γιὰ τὸ τσάι; πρόσθεσε ὁ Νίκος. Μοῦ δίνετε, σᾶς παρακαλῶ, μιὰ φέτα ψωμὶ μὲ βούτυρο;
-Μάλιστα εἶπε ὁ πατέρας του, ἂν μοῦ πῆς πόσοι ἄνθρωποι βοηθοῦν, γιὰ νὰ γίνουν ὅλ’ αὐτά.
-῎Ω, νὰ σοῦ πῶ πατέρα, εἶπε ὁ Νίκος. Καταλαβαίνω, πὼς χρειάστηκαν χιλιάδες ἄνθρωποι, για νὰ μᾶς ἑτοιμάσουν ἓνα πρόγευμα. ῾Ωρισμένως χρειάστηκαν περισσότεροι ἀπὸ ἑκατὸ γιὰ ἓνα φλιτζάνι τσάι κι αὐτὸ εἶναι μονάχα ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ πρόγευμά μας. Ποτὲ δὲ φανταζόμουν, ὅτι τόσοι ἄνθρωποι ἐργάζονται γιὰ μᾶς.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946
Καλόκαρδοι στὴ δουλειά των
Τού! Τού! Τού! Ἀκούσθηκε στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἡ σαλπιγγούλα τοῦ ἀγροτικοῦ διανομέως.
Ὁ κὺρ Βασίλης εἶναι τὸ κινητὸ ταχυδρομεῖο δέκα χωριῶν. Παίρνει τὰ γράμματα, ποὺ ἔρχονται στὸ ταχυδρομεῖο τῆς παλιᾶς πρωτεύουσας τοῦ δήμου, τὰ βάζει στὴν πέτσινη σάκκα του καὶ μὲ τὸ ραβδί του γιὰ σύντροφο καὶ βοηθὸ ξεκινᾷ γιὰ τὰ γῦρο χωριά. Δίνει γράμματα σὲ ἀγαπημένους καὶ παίρνει γράμματα γιὰ ἀγαπημένους.
Τριάντα χρόνια τώρα - ἄρχισε νέος καὶ ἔγινε γέρος - κάνει τὴν ἴδια δουλειὰ μὲ τὴν ἴδια καλὴ καρδιά. Πουθενὰ δὲν κάθεται˙ πάντοτε εἶναι βιαστικός, γιὰ νὰ προφθάνῃ. Δουλεύει, ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ κανείς, σὰν τὸ χρονόμετρο ρολόϊ. Εἶναι πάντοτε ὑγιής, λέτε καὶ ἔχει κάνει σύμφωνο φιλίας μὲ τὴν ἀρρώστεια. Γνωρίζει μὲ τὸ ὄνομά των ὅλους καὶ εἶναι φίλος ὅλων.
Ἀλλὰ τώρα, ποὺ εἶναι πόλεμος μὲ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ τοὺς Γερμανούς, μὲ λαχτάρα περιμένουν ὅλοι τὸν κὺρ Βασίλη. Τὰ παλληκάρια εἶναι στὸ μέτωπο καὶ κάθε χωριὸ τὸν περιμένει μὲ ἀγωνία, - καλή του ὥρα! - γιὰ νὰ μάθουν νέα ἀπὸ τὰ παιδιά των καὶ νὰ στείλουν καὶ ἐκεῖνοι τὰ δικά των.
Στὰ Λουσικὰ ὁ Γιάννης Δήμου ἔχει πολλὴ δουλειά. Μόλις εἶναι 11 - 12 χρόνων˙ καὶ ὅμως πολλὰ λόγια δὲν λέει σὰν παιδί. Γράφει σιωπηλὸς τὰ γράμματα ἐκείνων, ποὺ δὲν ξέρουν καὶ ἔχουν παλληκάρια στὸ μέτωπο.
Τὸ χέρι του δὲν εἶναι ἀκόμη συνηθισμένο νὰ γράφῃ συνεχῶς, ἀλλὰ τὰ καταφέρνει. Οἱ σπίθες τῶν ματιῶν του δείχνουν τὴν ἀδάμαστη θέλησί του νὰ ἐξυπηρετήσῃ τοὺς χωριανούς του. Σὲ κανένα δὲν λέει « ὄχι » ποτέ του˙ πάντα « ναὶ » καὶ μὲ χαμόγελο. Τὴν ὥρα ποὺ γράφει σκέψι ἄλλη δὲν ἔχει, παρὰ νὰ εἰπῇ στὸ χαρτὶ καθαρὰ καὶ ξάστερα τὶς σκέψεις τῶν ἄλλων.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ ἀκούσθηκε ἡ μικρὴ σάλπιγγα, εἶχε πολλὴ δουλειά, κατὰ τὰ συνηθισμένα. Ἀπὸ τὸ πρωῒ καθισμένος στὸ γραφεῖό του, ἕνα ξύλινο τραπέζι χωρὶς τραπεζομάνδηλο, γράφει, γράφει, γράφει. Στὸ ἔργο του ἐδοκίμαζε ἱκανοποίησι˙ προσέφερε κι αὐτὸς μία μικρὴ ὑπηρεσία στὴν πατρίδα, ἀδιάφορο ἂν δὲν ἦταν στὴν πρώτη γραμμή.
Τὸ γράμμα τῆς Μόσχως
Ἔγραφε πιὰ τὸ τελευταῖο γράμμα. Ἡ Μόσχω Γιαννάκου, ἡ νεόπανδρη, ἔγραφε στὸν ἄνδρα της, ποὺ εἶναι στὸ μέτωπο:
Κώστα μου,
Ἐχάρηκα ἡ καημενούλα πολὺ μὲ τὸ γράμμα σου, καθὼς καὶ ἡ μάννα. Γιὰ μᾶς νὰ μὴ στενοχωρῆσαι, ποὺ εἴμαστε δύο γυναῖκες. Ὁ Θεὸς μᾶς δίνει δύναμι. Ἡμέρα καὶ νύκτα παρακαλοῦμε νὰ σὲ φυλάγῃ καὶ νὰ δώσῃ νὰ νικήσετε τοὺς Ἰταλούς...
Ἡ σαλπιγγούλα τοῦ ταχυδρόμου ἀκούσθηκε τώρα πιὸ κοντά, ὅταν τὸ γράμμα τῆς Μόσχως ἦταν ἕτοιμο. Ὁ Γιάννης Δήμου ἔγραψε τὴ σύστασι καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ τὸ κλείσῃ. Ἀλλ’ ἡ Μόσχω ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐφάνηκε, ὅτι κάτι ἐξέχασε καὶ ἤθελε νὰ τὸ προσθέσῃ. Ἔβγαλε μὲ προσοχὴ ἕνα κλῶνο βασιλικὸ ἀπὸ τὴν τσέπη της, ἔκοψε δύο φύλλα του καὶ τὰ ἔδωσε στὸ γραμματικὸ λέγοντας:
- Βάλε καὶ αὐτὰ μέσα στὸ γράμμα καὶ γράψε τοῦ Κώστα μου: Σοῦ στέλνω καὶ δύο φύλλα βασιλικὸ νὰ μυρίζεσαι, γιὰ νὰ θυμᾶσαι τὸ σπι- τάκι μας.
Τὸ πρόσωπο τῆς Μόσχως ἦταν τώρα κόκκινο ἀπὸ ἐντροπή, ἀλλὰ χαρούμενο. Ἡ ἀγράμματη ἔστελνε τὴν ἰδιόχειρη ὑπογραφή της στὸν ἄνδρα της.
Ὁ κὺρ Βασίλης, ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Δήμου, ἐκαλημέρισε ὅλους καὶ ὅλες. Ἄνοιξε τὴ σάκκα του, ἐμοίρασε τὰ γράμματα τῆς γειτονιᾶς σὲ γέρους καὶ γυναῖκες, ποὺ ἐπερίμεναν, καὶ ἐπῆρε ὅσα τοῦ παρέδωσαν. Καλοδεξίματα καὶ κατευόδια συνώδευαν κάθε ἐπιστολὴ ἀπὸ τόσα στό- ματα καὶ τόσες ψυχές.
Ἄλλαξε δύο θερμὰ λόγια μὲ τὸ Γιάννη Δήμου, τὸ μικρὸ συνεργάτη στὸ μεγάλο ἔργο των, ἐξαναχαιρέτησε μὲ τὴν καρδιά του καὶ ἐσυνέχισε τὸ δρόμο του.
Ἄρχισε τότε ὁ μικρὸς γραμματικὸς νὰ διαβάζῃ ἕνα - ἕνα τὰ γράμματα. Οἱ χωριανοί του δὲν εἶχαν μεταξύ των μυστικά. Ἴδιες εἶχαν τὶς σκέψεις, ἴδιες καὶ ἀπαράλλακτες εἶχαν τὶς χαρὲς καὶ τὶς λαχτάρες.
Ὅταν ἔφθανε σὲ κάθε γράμμα στὴ συνηθισμένη φράσι: « Πὲς χαιρετίσματα σὲ ὅλους, τὸν μπαρμπα - Γιώτη, τὴ θειὰ - Βασιλική, τὴν Ντίνα... τόν... τήν... τήν... », τὰ δάκρυα ἐπλημμύριζαν τὰ μάτια ὅλων ἐκείνων, ποὺ ἄκουαν τὸ ὄνομά των. Ἔκλαιαν παραπονεμένοι καὶ ὅσοι δὲν ἄκουαν. Ἔκλαιαν ἀκόμη ἀπὸ χαρὰ καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐλάβαιναν τὴν πολύτιμη ἐπιστολή.
Τὸ γράμμα τοῦ Γιάννη
Σωστοὺς 6 μῆνες ὁ Γιάννης Δήμου σκυμμένος ἐπάνω στὸ μικρὸ τραπέζι γράφει καὶ διαβάζει γράμματα. Τὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ δὲν ἐλειτούργησε, ὅπως ὅλα τὰ σχολεῖα τοῦ Κράτους. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἔμεινε ἀργός. Στέλνει καημοὺς καὶ χαρές, διαβάζει λαχτάρες καὶ πόθους.
Στοὺς 6 μῆνες ἐτελείωσε ὁ πόλεμος˙ τὰ παλληκάρια ἐγύρισαν στὸ χωριό. Τὰ σπίτια ἄνοιξαν, ἀλλὰ ἔλειπαν οἱ χαρές. Ὁ βραχνᾶς τῶν κατακτητῶν ἐβάραινε τὰ στήθη τῶν Ἑλλήνων.
Ἦρθε ὅμως κάποτε ἡ εὐλογημένη ἐλευθερία καὶ τὸ χωριὸ ἀνέπνευσε, ὅπως ὅλη ἡ ῾Ελλάς. Μαζί της ἄνοιξαν καὶ οἱ θύρες τῆς Ἀμερικῆς καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχωνται τὰ πρῶτα μηνύματα ἀπὸ τοὺς ξενιτεμένους. Καὶ τὰ γράμματα ἀκολούθησαν δέματα καὶ δολλάρια.
Οἱ γυμνοὶ ἐντύθηκαν καὶ οἱ ξυπόλυτοι ἐποδέθηκαν. Κι ὁ Γιάννης Δήμου, ἔφηβος πιά, γράφει κάθε ἡμέρα γιὰ ὅσους δὲν ξέρουν γράμματα. Εἶχε ἀναγνωρισθῆ ὡς ἐπίσημος γραμματικὸς τοῦ χωριοῦ.
Ἕνα πρωῒ παρέδωσε στὸν κὺρ Βασίλη καὶ ἕνα δικό του γράμμα γιὰ τὸ θεῖό του, ποὺ ἔμενε στὴν Καλιφόρνια. Τί ἔγραφε; Τί τάχα νὰ ἐγύρευε; Κανένας δὲν ἤξερε τὸ μυστικό του.
Τρεῖς μῆνες ἀργότερα ὁ κὺρ Βασίλης ἔπαιρνε ἕνα δέμα ἀπὸ τὴν Ἀμερική,. Ἐπαραξενεύθηκε˙ δὲν εἶχε κανένα ἐκεῖ, οὔτε συγγενῆ οὔτε φίλο. Ποιός λοιπὸν τὸν ἐθυμήθηκε; Δὲν εἶναι δικό μου τὸ δέμα, ἐσκέφθηκε. Θὰ εἶναι γιὰ κάποιον ἄλλον, ἴσως γιὰ κανένα ἀγράμματο, καὶ τὸ ἔστειλαν γιὰ ἀσφάλεια σὲ μένα νὰ τὸ δώσω.
Τὸ ἄνοιξε μὲ προσοχή. ᾽Επάνω - ἐπάνω ἦταν μία ἐπιστολὴ σὲ ἀνοικτὸ φάκελο. Ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδιάβασε:
Ἀγαπητέ μας κὺρ Βασίλη,
Ὁ Γιάννης Δήμου μᾶς ἔγραψε γιὰ σένα καὶ ἐμάθαμε πόσα κρύα καὶ βροχὲς καὶ βάσανα ἐπέρασες καὶ περνᾷς, γιὰ νὰ πηγαίνης τακτικὰ τὰ γράμματα στὸ χωριό μας, τὰ ἀγαπημένα μας Λουσικά. Σοῦ στέλνομε λοιπὸν ὅλοι οἱ χωριανοί, ὅσοι εἴμαστε ἐδῶ, τὸ μικρὸ αὐτὸ δῶρο, γιὰ νὰ θυμᾶσαι καὶ μᾶς τοὺς Λουσικιῶτες, ποὺ ἀγαποῦμε τὸν καλὸ κὺρ Βασίλη... Μὲ τὸ ἄλλο ταχυδρομεῖο θὰ σοῦ στείλωμε καὶ ἕνα δέμα γιὰ τὴν οἰκογένειά σου...
Ὁ πρόεδρος τοῦ συλλόγου...
Ὁ κὺρ Βασίλης τὰ ἔχασε! Ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε μόνο:
- Ἄ, τὸ καλὸ παιδί! Ἄ, τοὺς καλοὺς Λουσικιῶτες!
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐπέρασε ὁ κὺρ Βασίλης καὶ ἀπὸ τὰ Λουσικὰ γιὰ τὴ συνηθισμένη διανομὴ τῶν ἐπιστολῶν˙ ἀλλὰ ἦταν ἀγνώριστος, σωστὸς Ἀμερικανὸς ἀπὸ τὸ κεφάλι ἕως τὰ πόδια, μὲ τὴν ὁλοκαίνουργη φορεσιὰ καὶ τὰ ὑψηλὰ ὑποδήματα. Ὁ ταχυδρόμος ὅμως ἐκαμάρωνε περισσότερο τὴ δερμάτινη σάκκα του μὲ τὰ 4 διαμερισματάκια, τὸ καινούργιο ὄργανο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς του.
Ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Δήμου, ἀγκάλιασε τὸ Γιάννη καὶ τὸν ἐφίλησε δακρυσμένος λέγοντας:
- Παιδί μου, ἐσὺ ἐσκέφθηκες καὶ μένα τὸ γερο - κουρελή. Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ προκόψῃς˙ ἔχεις μεγάλη καρδιά!
Ὁ Γιάννης δὲν εἶπε τίποτε˙ ἀλλὰ στὰ μάτια του ἐκύλισαν θερμὰ δά- κρυα ἀπὸ χαρά.
Κι ὅταν ἐρωτοῦσαν τὸν κὺρ Βασίλη, ἐκεῖ ποὺ ἐμοίραζε τὰ γράμματα σὲ ἄλλα χωριά, ποῦ ηὗρε τὴν ὡραία φορεσιά, ἀπαντοῦσε μὲ χαμόγελο:
- Ἀμή, τί νομίζετε! Ἔχω καὶ ἐγὼ θεῖο, ὄχι ὅμως στὴν Ἀμερική, ἀλλὰ ἐδῶ. Εἶναι ὁ μικρὸς καὶ καλόκαρδος φίλος μου Γιάννης Δήμου ἀπὸ τὰ Λουσικά, ὁ γραμματικὸς τοῦ χωριοῦ!
Πηγή : Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού 1955
Σὲ μιὰ μικρὴ πόλι τῆς Λυδίας, στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἐζοῦσε στὰ παλιὰ χρόνια μιὰ ὄμορφη κόρη, ποὺ τὴν ἔλεγαν Ἀράχνη. Ἀπὸ μικρὴ ἡ Ἀράχνη εἶχε μείνει ὀρφανή. Τὸ ὄνομά της ἦτο ξακουστό, ὄχι μόνο γιὰ τὴν περίφημη ὀμορφιά της, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ξεπερνοῦσε ὅλες τὶς γυναῖκες, ἀκόμη καὶ τὶς Νεράϊδες, στὴν ὑφαντικὴ τέχνη.
Ἦτο μάλιστα μιὰ διάδοσις, πὼς τῆς εἶχε διδάξει τὴν ὑφαντικὴ τέχνη καὶ τὸ κέντημα ἡ ἴδια ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, ἡ θεὰ τῆς σοφίας. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ παρεδέχετο μὲ κανένα τρόπο ἡ Ἀράχνη. Πολὺ συχνὰ ἔλεγε θυμωμένα:
— Δὲν ἔμαθα ἐγὼ τὴν τέχνη μου ἀπὸ τὴ θεὰ Ἀθηνᾶ. Ἄν θέλῃ ἡ θεά, ἂς ἔλθῃ νὰ μετρηθῇ μαζί μου.
Ἡ Ἀθηνᾶ ἄκουσε τὰ ὑπερήφανα λόγια τῆς Ἀράχνης καὶ ἐθύμωσε. Μεταμορφώθηκε σὲ μιὰ γριούλα μὲ κάτασπρα μαλλιὰ καὶ ἐμπῆκε στὸ φτωχόσπιτο τῆς Ἀράχνης.
— Κόρη μου, λέγει στὴν Ἀράχνη, ἔμαθα τὰ ὑπερήφανα λόγια σου καὶ σὲ συμβουλεύω, σὰν γριὰ ποὺ εἶμαι, νὰ εἶσαι ταπεινὴ ἀπέναντι στὴ θεά, νὰ ζητήσῃς μάλιστα συγχώρησι γιὰ τὰ ὑπερήφανα λόγια σου.
Τρέμοντας ἀπὸ τὸ θυμό της ἡ Ἀράχνη ἐπέταξε τὴ σαΐτα της καὶ λέγει στὴ γριά:
— Τὶς συμβουλές, γερόντισσα, νὰ τὶς φυλάξῃς γιὰ τὴν κόρη σου. Ἄν θέλῃ ἡ θεά, ἂς ἔλθῃ νὰ μετρηθῇ μαζί μου!
Σὰν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ἡ κόρη τοῦ Διός, ἡ Ἀθηνᾶ, ἔχασε τὴν ὑπομονή της.
— Ἡ Ἀθηνᾶ εἶναι ἐδῶ, κοπέλλα μου! ἐφώναξε δυνατὰ καὶ ἐστάθηκε μπροστὰ στὴν Ἀράχνη μὲ τὴν ἀληθινὴ θεϊκὴ μορφή της.
Οἱ Νεράϊδες καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες, ποὺ ἔτυχε νὰ εὑρεθοῦν μπροστά, ἐγονάτισαν ἀμέσως καὶ ἐπροσκύνησαν τὴ θεά. Μόνο ἡ Ἀράχνη δὲν ἐκουνήθηκε ἀπὸ τὴ θέσι της.
Σὲ λίγο ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ἡ ᾽Αράχνη ἐκάθισαν μπροστὰ στοὺς ἀργαλειούς. Ἡ Ἀθηνᾶ ὕφαινε καὶ ἐκεντοῦσε τὸ βράχο τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν
καὶ τὸν ἀγῶνά της μὲ τὸν Ποσειδῶνα. Ὁ Ποσειδῶν ἐκτυποῦσε μὲ τὴ θεόρατη τρίαινά του τὸ βράχο, ἀπ᾽ ὅπου ἀνέβλυζε νερό. Ἡ Ἀθηνᾶ ἐκτυποῦσε μὲ τὸ κοντάρι της τὸ ἄκαρπο ἔδαφος καὶ ἐφύτρωνε ἡ ἐλιά. Ὁλόγυρα οἱ δώδεκα θεοί, μὲ τὸν Δία στὴ μέση, γεμᾶτοι ἀπὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο, παρακολουθοῦσαν τὴ διαμάχη τῆς Ἀθηνᾶς μὲ τὸν Ποσειδῶνα.
Ἡ Ἀράχνη πάλι ὕφαινε καὶ ἐκεντοῦσε ὡραῖες εἰκόνες, στὶς ὁποῖες ὅμως προσπαθοῦσε νὰ περιπαίζῃ τοὺς θεούς, καὶ μάλιστα τὸν Δία, τὸν ὁποῖον ἐκεντοῦσε ἄλλοτε μεταμορφωμένον σὲ ταῦρο, ἄλλοτε σὲ κύκνο καὶ ἄλλοτε σὲ χρυσῆ βροχή.
Ἡ Ἀθηνᾶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ εὕρῃ κανένα ψεγάδι στὴν τέχνη τῆς Ἀράχνης· τὴν ἐξώργισε ὅμως ἡ ἀσέβειά της πρὸς τὸν πατέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ θυμό της ἔκτύπησε στὸ μέτωπο τὴν Ἀράχνη μὲ τὴ σαΐτα της. Κάτι σὰν τρέλλα ἔπιασε τὴν Ἀράχνη ἀπ᾽ τὸ θεϊκὸ ἐκεῖνο κτύπημα καὶ ἀπελπισμένη ἐτύλιξε στὸ λαιμό της θηλειὰ μ’ ἕνα σχοινὶ καὶ ἐκρεμάσθηκε.
Ἡ Θεὰ τὴν ἐλυπήθηκε, τὴν κατέβασε ἀπὸ τὴ θηλειά, τὴν ἐρράντισε μ’ ἕνα μαγικὸ ὑγρὸ στὸ μέτωπο καὶ ἐξαφανίσθηκε.
Ἀπὸ τότε ἡ ἀνόητη καὶ φαντασμένη Ἀράχνη μεταμορφώθηκε σ’ ἕνα μικρούτσικο καὶ ἄσχημο ἔντομο, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ κρέμεται καὶ νὰ ὑφαίνῃ πάντα τὸ λεπτὸ καὶ τεχνικὸ πανί της.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Τὴν ἄλλην ἡμέρα τὸ πρωΐ, ἐπῆγαν τὰ παιδιὰ μὲ τὸν πατέρα τοῦ Κωστάκη νὰ ἰδοῦν καὶ τὸ λιμάνι. Νά την ἡ θάλασσα, ἡ μεγάλη θάλασσα, γεμάτη μικρὰ ἀφρισμένα κύματα. Γαλαζοπράσινη ἁπλώνεται ὥς πέρα μακριά, ἐκεῖ ποὺ φαίνεται σὰν νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν οὐρανό. Ποτὲ τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν φαντασθῆ τόσο μεγάλη καὶ τόσο ὡραία τὴ θάλασσα, ποὺ τὴν ἔκανε πιὸ ὡραία καὶ ἡ λιακάδα.
Ὄμορφα σπίτια στολίζουν τὴν παραλία κι ἕνας λιμενοβραχίονας προχωρεῖ μέσα στὴ θάλασσα.
Δυὸ βαπόρια φορτηγὰ ἦσαν ἀραγμένα στὸ λιμάνι καὶ ἐπερίμεναν νὰ φορτώσουν. Ἄλλο μεγάλο βαπὸρι ἐφάνηκε οτὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ. Ἦτο τὸ καράβι τῆς γραμμῆς, ποὺ ἄραζε σὲ διά·φορα λιμάνια, ὥσπου νὰ φθάσῃ στὸ μεγάλο λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Τὰ παιδιὰ ὅλο κι ἐρωτοῦσαν γιὰ τὴ θἁλασσα, γιὰ τὰ πλοῖα.
— Ἡ θάλασσα, τοὺς ἔλεγε ὁ κὺρ - Δημήτρης, μ’ ὅλες τὶς τρικυμίες της καὶ μ’ ὅλη τὴν ἀπεραντοσύνη της, ἦτο πάντα ἕνας μεγάλος δρόμος, ἀνοικτὸς στοὺς ἀνθρώπους.
Οἱ πρῶτοι θαλασσοπόροι μὲ θάρρος, μὰ καὶ μὲ περιέργεια νὰ γνωρίσουν τὸν κόσμο, ἔφευγαν μὲ μονόξυλα. Μαζί τους ἔπαιρναν καὶ διάφορα προϊόντα τῆς πατρίδος τους. Κι ὕστερα ἀπὸ ἕνα μακρινὸ κι ἐπικίνδυνο ταξίδι, ἀντίκρυζαν μὲ λαχτάρα τὴν καινούργια γῆ. Στ’ ἀκρογιάλι τῆς καινούργιας γῆς τοὺς ἐπερίμεναν ἄλλοι παράξενοι ἄνθρωποι, ποὺ μιλοῦσαν μιὰ γλῶσσα διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ δική τους.
Οἱ θαλασσοπόροι τότε τοὺς ἔδειχναν καὶ τοὺς ἔδιναν κάποια ὡραῖα πραγματάκια, ἀπὸ τὰ προϊόντα ποὺ εἶχαν φέρει μαζί τους. Καὶ οἱ ἄγνωστοι, μὲ σαστισμένα μάτια, ἅπλωναν δειλὰ τὰ χέρια τους καὶ τὰ ἔπαιρναν. Κι ἔδιναν δικά τους προϊόντα, ποὺ οἱ θαλασσοπόροι τὰ ἔφερναν πίσω στὴν πατρίδα τους.
— Σήμερα, ἐξακολούθησε ὁ κὺρ - Δημήτρης, ὅσο μεγάλες κι ἂν εἶναι οἱ θάλασσες, δὲν ἔχουν πιὰ μυστικὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὰ πλοῖα δὲν κάνουν πιὰ δρὸμους ἀγνώστους. Πηγαίνουν γρήγορα καὶ κατ’ εὐθεῖαν στὴ γῆ, ποὺ θέλουν νὰ πᾶνε. Δὲν ἔχουν πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἀέρα, γιὰ νὰ φουσκώσῃ τὰ πανιά τους καὶ νὰ τὰ σπρώχνῃ. Κινοῦνται γοργὰ μὲ μεγάλες μηχανές. Καὶ σὲ λίγες ἡμέρες μποροῦν νὰ φθάσουν στὰ πιὸ μακρινὰ λιμάνια.
Ὅπως στὰ παλιὰ χρόνια, ἔτσι καὶ σήμερα, τὰ πλοῖα κουβαλοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ προϊὸντα τῆς γῆς, προϊόντα τῶν χεριῶν καὶ τῶν μηχανῶν.
Τὸ βαπόρι εἶχε πλησιάσει πιὰ καὶ ἄρχισε μιὰ μεγάλη κίνησις στὸ λιμάνι. Βάρκες ἐπήγαιναν κοντὰ κι ἔπαιρναν ἐπιβάτες, ποὺ τοὺς ἔφερναν στὴν ἀποβάθρα.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
— Σήμερα, παπποῦ, ἔλεγε ὁ Κωστάκης, ὁ δάσκαλος εὐχαριστήθηκε πολὺ μὲ τὸ ἀχυρένιο καλάθι, ποὺ τοῦ ἐπῆγα τελειωμένο. «Γειὰ στὰ χέρια σου!», μοῦ εἶπε. Τ’ ἄλλα τὰ παιδιὰ ἀκόμα παιδεύονται μὲ τὸν πάτο τοῦ καλαθιοῦ.
— Εἶναι ἀλήθεια, Κωστάκη, πὼς μοῦ μοιάζεις σ’ αὐτό. Ἔχεις κάποια ἐπιδεξιότητα στὰ χέρια καὶ θὰ μπορῇς γρήγορα νὰ φτειάνῃς πολὺ ὡραῖα πράγματα, ὅπως ἔφτειανα κι ἐγὼ μιὰ φορά. Τὶς ψάθινες καρέκλες, ποὺ ἔχομε στὴ σάλα, ἐγὼ τὶς ἔχω φτειάσει. Καὶ θὰ σοῦ εἰπῶ πῶς ἄρχισα.
Μιὰ φορά, ὅταν ἤμουν πιὸ μικρὸς ἀπὸ σένα, ἐγυρίζαμε ἕνα βράδυ ἡ μάννα μου, ὁ ἀδελφός μου καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ δάσος, ὅπου εἴχαμε κόψει κλαδιὰ γιὰ τὴ φωτιά. Ἄνάμεσα στὰ κλαδιὰ ἦσαν καὶ κλαδιὰ λυγαριᾶς.
Στὸ δρόμο ἀπαντήσαμε ἕνα γέρο καὶ μᾶς ἐρώτησε:
— Τί θὰ τὰ κάνετε αὐτὰ τὰ κλαδιά;
— Θὰ τὰ κάψωμε στὴ φωτιά, ἀπάντησε ἡ μάννα μας.
— Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ἔχετε καὶ χρυσάφι. Μ’ αὐτὰ τὰ κλαδιὰ - κι ἔδειξε τὴ λυγαριὰ - καὶ μὲ ἄχυρο, μποροῦν νὰ βγάζουν χρυσάφι τὰ παιδιά σου.
— Χρυσάφι! ἐρωτᾷ σαστισμένη ἡ μάννα μου. Καὶ πῶς;
— Νά. θἄρχωνται σὲ μένα, νὰ τοὺς μάθω νὰ φτειάνουν μ’ αὐτὰ καλάθια.
Σὰν εἶδε ἡ μάννα μου, πὼς δὲν ἀστειευόταν ὁ γέρος, μᾶς ἐπῆγε τὴν ἄλλην ἡμέρα στὸ σπίτι του, ποὺ ἦτο ἕνα καλυβάκι ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Ἀρχίσαμε νὰ πλέκωμε κάθε λογῆς καλάθια. Τὰ πρῶτα τὰ ἐφτειάναμε σὰν τοῦ γέρου. Μὰ ὕστερα σιγὰ - σιγὰ τὰ καλυτερέψαμε τόσο, πού, ὅταν τὰ παίρναμε στα γῦρο χωριὰ καὶ στὸ Κεφαλοχώρι, ἐγυρίζαμε φέρνοντας στὴ μάννα μας ἀληθινὸ χρυσάφι.
Ἄρρώστησε ὕστερα ὁ γέρος, τὸν περιποιηθήκαμε ἐμεῖς, μὰ ἦτο πολὺ γέρος καὶ πέθανε.
— Πόσο δίκιο εἶχε ὁ γέρος! εἶπε ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη, ποὺ ἄκουε τὴν ἱστορία. Τὸ χέρι ἐκείνου, ποὺ δουλεύει, κάνει τὴ λυγαριὰ καὶ τ’ ἄχυρο χρυσάφι;
— Κι ἀλήθεια! Ἀπὸ τότε, τόσο μοῦ ἄρεσε ἡ τέχνη αὐτή, ποὺ ἄνοιξα μὲ τὶς οἰκονομίες μου ἕνα μαγαζάκι στὴ Χώρα καὶ ἐζούσαμε πολὺ καλά. Ἐπῆρα καὶ δυὸ παιδιά, δυὸ ἀδέλφια, καὶ τοὺς ἔμαθα τὴν τέχνη. Ἐγὼ ἀναγκάσθηκα, ὕστερα ἀπὸ χρόνια, νὰ πουλήσω τὸ μαγαζάκι καὶ νἀρθῶ στὰ κτήματα. Μὲ τὰ χρήματα,ποὺ ἐκέρδισα, ἀγόρασα κι ἄλλα κι ἐμεγάλωσα τὴν πατρική μας περιουσία.
Τὰ δυὸ ἐκεῖνα ἀδέλφια εὑρίσκονται σήμερα στὴν Ἀθήνα. Ἔχουν ἕνα μεγάλο κατάστημα ψαθοπλεκτικῆς. Ὅταν κάποτε ἐπῆγα στὴν Ἀθήνα, ἐπέρασα νὰ τοὺς ἰδῶ καὶ μὲ κάθε τράπο μοῦ ἔδειχναν τὴν εὐγνωμοσύνη τους.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955